Το φλαμένκο είναι ένας ισπανικός όρος που αφορά ένα είδος μουσικής και χορού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αιώνα. Το φλαμένκο ενσωματώνει μια σύνθετη μουσική και πολιτισμική παράδοση. Εμείς λίγες ημέρες πριν βρεθήκαμε στην Ισπανία και σας παρουσιάζουμε το αυθεντικό flamenco μέσα από έναν μοναδικό χώρο όπου απολαύσαμε το γεύμα μας, το Cardamomo. Δείτε το βίντεο:
* Περισσότερες πληροφορίες από wikipedia:
Προήλθε αρχικά από την περιφέρεια της Ανδαλουσίας, όπου αναπτύχθηκε σαν ξεχωριστή υποκουλτούρα με κέντρα τη Σεβίλλη, το Κάδιξ και τη Μάλαγα, στη συνέχεια όμως εξελίχτηκε σε χαρακτηριστικό κομμάτι του πολιτισμού ολόκληρης της Ισπανίας, ενσωματώνοντας και μετασχηματίζοντας λαϊκά μουσικά στοιχεία σε διαφοροποιημένες μουσικές φόρμες και από άλλες περιφέρειες, όπως η Μούρθια κι η Εξτρεμαδούρα.
Είναι γενικότερα παραδεκτό ότι το φλαμένκο δημιουργήθηκε από τη μοναδική συνύπαρξη και μείξη της αραβικής, ανδαλουσιανής, σεφαρδιτικής και τσιγγάνικης κουλτούρας στην περιοχή της Ανδαλουσίας πριν και μετά τη Ρεκονκίστα (Ανακατάληψη), την ιστορική δηλαδή περίοδο κατά την οποία οι Χριστιανοί βασιλείς ανακατέκτησαν την Ισπανία από τους Μουσουλμάνους. Χαρακτηριστικό μουσικό όργανο είναι η κιθάρα φλαμένκο.
Το 2010 η UNESCO συμπεριέλαβε το φλαμένκο στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ύστερα από σχετική αίτηση της Ισπανίας.
Το φλαμένκο αναδύθηκε από τα κατώτερα κοινωνικά επίπεδα της Ανδαλουσίας κι έτσι του εξέλιπε το καλλιτεχνικό κύρος των μορφών τέχνης που αναπτύσσονταν και ήταν δημοφιλή εκείνη την περίοδο στη μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη. Τα τραγούδια τους είναι κυρίως αυτοσχεδιασμοί που αποτυπώνουν τις διάφορες δυσκολίες που πέρασε ο λαός τους κατά τη διάρκεια των αιώνων[3]. Βασικό στοιχείο της καλλιτεχνικής του μορφής αποτέλεσαν οι Τσιγγάνοι της Ισπανίας[4], των οποίων η παράδοση ήταν προφορική, συνεπώς τα παραδοσιακά τους τραγούδια περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω των μουσικών τους ερμηνειών στην τοπική κοινότητα.
Γενικότερα, λοιπόν, παρατηρείται μια έλλειψη καταγεγραμμένων ιστορικών στοιχείων σχετικά με το φλαμένκο, καθώς υπήρχε και έλλειψη ενδιαφέροντος από τους ιστορικούς και μουσικολόγους της εποχής: ένας περιορισμένος αριθμός πηγών, κυρίως από το 19ο αιώνα, καθώς και σημειώσεις και ταξιδιωτικές εντυπώσεις από Ευρωπαίους ταξιδιώτες. Το ενδιαφέρον άρχισε να αυξάνεται κατά τον 20ό αιώνα και από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα ξεκίνησε συστηματοποιημένη και πιο λεπτομερής έρευνα προς αναζήτηση νέων στοιχείων για το μουσικό αυτό είδος.
Όπως και με άλλες πλευρές της ισπανικής τέχνης, έτσι και στο φλαμένκο αναφέρεται ως άμεσα συσχετιζόμενος ο όρος “ντουέντε”, ένας από τους πιο δύσκολα μεταφράσιμους, ο οποίος αναφέρθηκε σε μια διάλεξη[5] του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και συνοπτικά υπονοεί ένα είδος “μαγείας”, μυστηριακής δύναμης και ιδιαίτερης ανύψωσης της ψυχής του καλλιτέχνη που ερμηνεύει το χορό ή το τραγούδι.
Αυτό που σήμερα θεωρείται γνήσιο φλαμένκο, το τραγούδι των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας, καθιερώθηκε στα τέλη του
Στα τέλη του 18ου αιώνα, το φλαμένκο άρχισε να παρουσιάζεται σε ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας, ενώ σύντομα προστέθηκε και ο χορευτής ή η χορεύτρια (ballaor/ballaora). Υπήρχαν επίσης άτομα που έδιναν το ρυθμό είτε με παλαμάκια είτε με χτύπημα των δαχτύλων, ενώ βασικό συστατικό του χορού φλαμένκο αποτελεί ο ήχος από τα πόδια των χορευτών (soniquete) και ο κοφτός βηματισμός τους (zapateado). Ο γυναικείος χορός αναδεικνύει τη χάρη του σώματος και των χεριών.
Περισσότερα εδώ