100 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι – Οι κρυφές πτυχές της ζωής ενός αληθινού θρύλου

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες, αλλά και ένας άνθρωπος με ιστορία που δεν γνώριζαν πολλοί.

Γεννημένος με ένα πνεύμα ανήσυχο και μια ψυχή γεμάτη όνειρα, ξεκίνησε τη ζωή του ως ένα «κανονικό, άτακτο παιδί» με μια μεγάλη επιθυμία να γίνει ηθοποιός. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν άρχισε τα μαθήματα πιάνου στην Ξάνθη, δίπλα στην Άννα Αλτουνιάν, και αργότερα συνέχισε την εκπαίδευσή του στην Αθήνα της Κατοχής, με δάσκαλο τον Παλλάντιο.

Παρά τη μουσική, το όνειρό του ήταν να ανέβει στη σκηνή ως ηθοποιός. Τα χρόνια εκείνα, όμως, η ζωή τον οδήγησε, λόγω ανάγκης, σε άλλα μονοπάτια. Χρειάστηκε να δουλέψει σε διάφορες, σκληρές δουλειές –από εργάτης στο εργοστάσιο Φιξ, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι μέχρι βοηθός νοσοκόμου – και να ζήσει από πρώτο χέρι τη σκληρότητα εκείνης της εποχής. Κάποτε όμως ήρθε και η αναγνώριση.

Ο Κουν, ο Ζαμπέτας & ένα Όσκαρ στα… σκουπίδια!

Μια καθοριστική στιγμή στην πορεία του ήταν η γνωριμία με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος, με ειλικρίνεια και βαθιά κατανόηση, του είπε πως η υποκριτική δεν ήταν το κατάλληλο πεδίο για εκείνον. Τον παρότρυνε να αφοσιωθεί στη μουσική – και εκεί ξεκίνησε η πραγματική του πορεία προς τη δόξα.

Ο Μάνος είχε κοντά του ανθρώπους που τον θαύμαζαν και τον στήριζαν με όλη τους την καρδιά. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο οποίος τον περιέγραφε με λόγια γεμάτα αγάπη και σεβασμό: «Ήταν σκληρός στη δουλειά, ένας αληθινός άντρας, αλλά και ένας φίλος που αξίζει να δώσεις τη ζωή σου γι’ αυτόν». Η φιλία τους ήταν όχι μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και αρωγός στα δύσκολα χρόνια, όταν ο Ζαμπέτας άρχισε να χτίζει το δικό του σπίτι στο Αιγάλεω, έχοντας ως οικονομική βοήθεια τις αμοιβές τους από τις ηχογραφήσεις.

Η ιστορία με το Όσκαρ για τη θρυλική ταινία «Τα Παιδιά του Πειραιά» είναι ίσως από τις πιο γνωστές, αλλά και πιο ανθρώπινες πτυχές του Μάνου Χατζιδάκι. Το τραγούδι, που γράφτηκε βιαστικά για τις ανάγκες της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή», κέρδισε το 1961 το βραβείο Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού, όμως ο ίδιος ο συνθέτης το αντιμετώπισε με μεγάλη ψυχρότητα. Θεώρησε ότι το τραγούδι είχε χάσει το πραγματικό του νόημα και είχε γίνει απλώς μια τουριστική ατραξιόν. Σε μια κίνηση που συγκλόνισε όσους τον ήξεραν, πέταξε το χρυσό αγαλματίδιο στα σκουπίδια. Ευτυχώς, η οικιακή του βοηθός το βρήκε εγκαίρως και η αδελφή του το προστάτευσε. Σήμερα, το Όσκαρ φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του γιου του, στραμμένο προς τον τοίχο, σαν να κρατά μια σιωπηλή μαρτυρία για την πολύπλοκη σχέση του δημιουργού με το έργο του.

Η Νέα Υόρκη, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασέν

Το 1966, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε ένα μεγάλο βήμα που θα σημάδευε την καριέρα και τη ζωή του. Άφησε πίσω την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, την καρδιά της παγκόσμιας θεατρικής σκηνής, για να συμμετάσχει σε μια ξεχωριστή παραγωγή. Μαζί με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη ανέβασε στο Μπρόντγουεϊ το μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ», μια διασκευή του θρυλικού «Ποτέ την Κυριακή». Εκεί, σε μια ξένη πόλη, σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μανχάταν όπου έζησε μαζί με τη μητέρα του, ο Μάνος βίωσε μια νέα πραγματικότητα, που τον κράτησε μακριά από την πατρίδα του για έξι ολόκληρα χρόνια. Η απόφασή του να μην επιστρέψει στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς θέμα επιλογής, αλλά συνδέθηκε με ένα χρέος προς την εφορία, μια λεπτομέρεια που άλλαξε την πορεία του.

Η παραμονή του στην Αμερική ήταν εποχή εξερεύνησης και μουσικής αναζήτησης. Έρχεται σε επαφή με την αμερικανική ποπ και ροκ σκηνή, κάτι που αποτυπώνεται στα έργα του εκείνης της περιόδου. Το 1970 ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble, ένα δείγμα της ανοιχτής του ματιάς και της επιθυμίας του να συνδυάσει την παραδοσιακή μουσική του με τις νέες τάσεις της εποχής.

Πριν από αυτή την περίοδο, το 1965, είχε ήδη σημειώσει μια σημαντική στιγμή με την ηχογράφηση του «Χαμόγελου της Τζοκόντας», με παραγωγό τον διάσημο Κουίνσι Τζόουνς, αποδεικνύοντας την ικανότητά του να συνεργάζεται με μεγάλες προσωπικότητες της διεθνούς μουσικής σκηνής. Παράλληλα, ο Μάνος δεν ξέχασε την κλασική μουσική και τον χορό. Συνεργαζόταν με τα «Μπαλέτα του 20ού Αιώνα» στις Βρυξέλλες, διευθύνοντας έργα δικά του αλλά και άλλων συνθετών, συνεχίζοντας να εμπλουτίζει το ρεπερτόριό του και να εξελίσσει το μουσικό του ύφος.

Κατά τη διάρκεια αυτής της δημιουργικής περιόδου, έγραψε τη μουσική για την ταινία «Βρόμικα παλικάρια» (Blue) το 1968, σε σκηνοθεσία Σίλβιο Ναριζάνο, ενώ παράλληλα συνέθεσε το έργο για πιάνο «Ρυθμολογία» και εργάστηκε πάνω στην «Αμοργό», μια μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου. Η «Αμοργός» όμως έμεινε ημιτελής, σαν μια ανοιχτή υπόσχεση για το έργο που θα μπορούσε να είχε ολοκληρώσει.

Η επιστροφή στην Ελλάδα, η ωριμότητα & η «Ορχήστρα των Χρωμάτων»

Ήταν Ιούλιος του 1972 όταν ο Μάνος Χατζιδάκις γύρισε στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του τη Νέα Υόρκη. Η επιστροφή αυτή σηματοδότησε όχι απλώς την επανένταξή του στην ελληνική μουσική σκηνή, αλλά την απαρχή της πιο ώριμης και δημιουργικής φάσης της ζωής του. Λίγους μήνες αργότερα, στο στούντιο της Columbia στον Περισσό, ηχογραφεί τον «Μεγάλο Ερωτικό», έναν κύκλο τραγουδιών που έμελλε να μείνει στην ιστορία, με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Φλέρυς Νταντωνάκη και του Δημήτρη Ψαριανού.

Το 1973, τολμά να συνδυάσει μουσική και θέατρο μέσα από το καφεθέατρο «Πολύτροπον», ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα που αν και οικονομικά αποτυχημένο, κατέγραψε τη βαθιά του ανάγκη για τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μακριά από τον καθαρό εμπορικό σκοπό.

Ακολούθησε η περίοδος που ο ίδιος αποκαλούσε ειρωνικά «υπαλληλική». Από το 1975 έως το 1982 ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή σε θεσμούς-κλειδιά: στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ και στη Λυρική Σκηνή. Ιδιαίτερα το Τρίτο Πρόγραμμα, υπό τη διεύθυνσή του, μετατράπηκε σε πρότυπο ποιοτικής ραδιοφωνίας, με εκπομπές που άφησαν εποχή.

Οραματιστής της μουσικής και της λαϊκής παράδοσης, καθιέρωσε από το 1978 έως το 1981 τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια, συνδυάζοντας διαγωνισμούς, παραδοσιακή μουσική, προβολές και διαλόγους με προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων. Ανάλογες πρωτοβουλίες συνέχισε και με τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο και τους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» στην Κέρκυρα.

Το 1985, ο Χατζιδάκις εκδίδει το περιοδικό «Το Τέταρτο», ένα πολιτιστικό περιοδικό με σαφή κοινωνικοπολιτική ματιά, και ιδρύει τη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», δίνοντας βήμα σε νέους καλλιτέχνες χωρίς εμπορικά φίλτρα. Στον ίδιο χώρο της Πλάκας λειτουργεί και η μπουάτ «Σείριος», όπου παρουσίαζε επιλεγμένα έργα και δημιουργούς.

Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με στόχο την πρωτοποριακή παρουσίαση έργων από την κλασική και σύγχρονη μουσική σκηνή. Μια από τις κορυφαίες στιγμές της, η ζωντανή συναυλία με τον Άστορ Πιατσόλα στο Ηρώδειο το 1990 – η τελευταία του μεγάλου Αργεντινού πριν το εγκεφαλικό που τον οδήγησε στον θάνατο.

Ακούραστος, διοργάνωσε το 1991 τους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας, μια ακόμη προσπάθεια στήριξης της νεότερης δημιουργίας, που όμως δεν βρήκε συνέχεια, όπως γράφει και το gossip-tv.

Τα έργα της εποχής αυτής φέρουν έντονα το αποτύπωμά του: από τον αυτοβιογραφικό «Μελισσάνθη» μέχρι τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», τη «Σκοτεινή μητέρα», την «Πορνογραφία», τα «Παράλογα» και τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Ήταν η φάση που ο καλλιτέχνης γινόταν όλο και πιο πολιτικός, πιο στοχαστικός, πιο ειλικρινής.

Στις 15 Ιουνίου 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή ήσυχα, από οξύ πνευμονικό οίδημα. Σύμφωνα με τη δική του επιθυμία, η κηδεία του έγινε χωρίς κάμερες και δημοσιότητα. Αθόρυβα, όπως ήξερε να λειτουργεί στις πιο ουσιαστικές του πράξεις. Άφησε όμως, πίσω του έναν κόσμο μουσικής, ιδεών και ήθους που συνεχίζει να εμπνέει.

Ακολούθησε το magazinomou.gr στο Google News για να μαθαίνεις πρώτος όλα τα spoilers των αγαπημένων σου σειρών και όχι μόνο.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
#On Key

ΑΡΘΡΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ