Ο Γιώργος Νταλάρας και η Άννα Νταλάρα είναι από τα ζευγάρια του καλλιτεχνικού κόσμου που πορεύονται πάνω από 4 δεκαετίες μαζί, πλάι πλάι ο ένας στον άλλον.
Η σύζυγός του τραγουδιστή είναι πέντε χρόνια μικρότερη και είναι πάντα στο πλευρό του, έχοντας διανύσει μαζί του όλον αυτόν τον μακρύ δρόμο προς την επιτυχία και την αναγνώριση.
«Την Άννα τη γνώρισα διώχνοντάς τη, γιατί έκανε θόρυβο ενώ κάναμε πρόβα ο Λουκιανός, η Τάνια και ο Βασιλης Παπακωνσταντίνου. Περάσαμε ωραία μαζί. Νομίζω ότι η Άννα ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου», είχε παραδεχτεί σε πρόσφατη συνέντευξή του ο μεγάλος ερμηνευτής ο οποίος σήμερα είναι 71.
«Αν δεν ήταν η Άννα, μπορεί να μην έκανα ούτε τα μισά από αυτά που έκανα. Η Άννα με βοήθησε να κάνω ένα βήμα προς την κοινωνικοποίηση. Και αυτό της το χρωστάω», είχε πει στην ίδια συνέντευξη ο Γιώργος Νταλάρας ο οποίος νιώθει ευγνώμων για τη γυναίκα που στάθηκε πλάι του και του χάρισε και την κόρη του, την Γεωργιάννα η οποία είναι πολυπράγμων και μητέρα δύο αγοριών που είναι, φυσικά, η μεγάλη αδυναμία του Γιώργου Νταλάρα.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1983 και φρόντισε όλα αυτά τα χρόνια να κρατήσει τα φώτα της δημοσιότητας μακριά από την προσωπική του ζωή και την οικογένεια που δημιούργησε.
Θυμίζουμε ότι ο Γιώργος Νταλάρας είχε πρόσφατα μιλήσει στη Δώρα Αναγνωστοπούλου και το MEGA Stories μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις του για τους τραγουδιστές αλλά και το ξέσπασμά του κατά των δημοσιογράφων. Αρχικά ο ερμηνευτής είπε: «Ο Θεοδωράκης με μάγεψε. Μισώ τη διασημότητα, δεν τη θέλω, γιατί ο διάσημος των εποχών μας θεοποιείται. Άρα αυτός έχασε την οντότητά του, δεν είναι πλέον ο ίδιος. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιος θέλω να είμαι, θα σου πω: ο Γιώργος. Το Νταλάρας μου είναι αδιάφορο».
Και πρόσθεσε ο Γιώργος Νταλάρας: «Δεν είμαι αποκλεισμένος. Έκανα αγώνα να φύγω από τα νυχτερινά κέντρα, γιατί εγώ γεννήθηκα εκεί μέσα. Ερχόντουσαν κάτι ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, έφερναν και τα πιστόλια τους μαζί, καμιά φορά έριχναν κι από καμία. Έφερναν και κορίτσια για να κάνουν κονσομασιόν, αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών».
Και συνέχισε λέγοντας: «Πριν από 6-7 χρόνια ήμουν στον δρόμο, γινόταν πανζουρλισμός. Ψάχνω να δω τι γινόταν, πλησιάζω στον δρόμο και βλέπω έναν νεαρό 20 χρονών να έχει πάρει αγκαλιά ένα σκυλάκι, που αν περνούσε στην άλλη μεριά του δρόμου, θα το σκότωναν. Λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός… και οι άλλοι οι κάφροι του φώναζαν: φύγε, ρε μ@λ@κ@ από τη μέση. Δεν είναι ζωή αυτή, Δώρα. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι και είμαστε γεμάτοι από τέτοιους. Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα, όχι την άλλη. Δεν μου αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε, δεν την θέλω αυτή τη χώρα» και «έσπασε».
Σε άλλο σημείο είπε: «Δεν λειτούργησα ποτέ βλαπτικά ούτε για τον χώρο μου ούτε για την χώρα μου. Δεν έκανα ποτέ κάτι που ήταν κόντρα στις αξίες μου. Ίσως τελικά θα έπρεπε να μείνω εκεί αλλά δεν ήθελα να τραγουδάω στα νυχτερινά κέντρα και στις ταβέρνες. Αλλά ίσως δεν φταίει ο κόσμος που δεν με καταλαβαίνει, φταίω εγώ που δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου».
Σε άλλο σημείο ανέφερε: «Το τραγούδι είναι μία σχέση λατρείας, έχει μία ιερότητα, μία θρησκευτικότητα. Αγαπώ τους καλούς τραγουδιστές, αυτούς που έχουν καλή φωνή και ο Θεός τους έχει δώσει το χάρισμα να είναι εμφανίσιμοι. Δεν φτάνει όμως αυτό. Το τραγούδι έχει μια ιερότητα, αδέλφια! Δεν μπορείς να εμφανίζεσαι με βάση το τραγούδι και μετά να κάνεις κάτι που είναι φτηνό. Ας ονοματίσουμε τα φτηνά μέσα μας, δεν είναι αξιέπαινο το να μπουκάρεις μες στα λεφτά με κάθε τρόπο. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που με έσυραν σε αυτή την ηθική ήταν τέτοιοι, ήθελαν να μπουν μέσα στη δουλειά με οποιοδήποτε τρόπο και κατηγορούσαν αυτά που έκανα ως φυσικά επακόλουθα της ζωής μου, γιατί νόμιζαν ότι τα έκανα για άλλους λόγους και αλλοίωναν τα κίνητρα. Με ενοχλεί ο γκεμπελισμός. Τι σας πειράζει; Τραγούδι δεν είναι να πηγαίνεις σε αραβικές βραδιές στη Μύκονο. Το ελληνικό τραγούδι είναι ο Θεοδώράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος. Το υπόλοιπο δεν είναι αξιοθαύμαστο, αδέλφια μου, να γεμίσεις ελληνάδικα και να χτυπιέσαι σαν παλαβός, χασισωμένος ή μεθυσμένος μέχρι τα μπούνια. Δεν είναι, αγάπη μου, αυτό η Ελλάδα».