Η καψούρα περνάει από πολλά στάδια. Έχει τα πάνω της, που όσο λίγο κρατούν άλλο τόσο σε σημαδεύουν και τα κάτω της, που σε κάνουν να προσκολλάς στα καλά του παρελθόντος με μανία- διεκδικώντας τα πίσω, εδώ και τώρα.
Όταν λοιπόν θα βιώσεις την άσχημη πλευρά της, το να σε πάρει από κάτω είναι το μόνο εύκολο. Διάθεση καμία, ίχνος αυτοεκτίμησης και πλήρης αδιαφορία προς το τι συμβαίνει γύρω σου. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πρόσωπο που θες να έχεις δίπλα σου, αλλά για χίλιους λόγους, δεν το ‘χεις.
Κατά τη διάρκεια της καψούρας μου, λοιπόν, για μένα υπήρχες μόνο εσύ κι ό,τι γύρω μου σε θύμιζε. Είτε αυτό ήταν πρόσωπα είτε καταστάσεις. Αν κάτι δε σε θύμιζε, μου φαινόταν τόσο αδιάφορο, που το προσπερνούσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Σαν να μην το ‘δα ποτέ. Πέρασε και δεν ακούμπησε, που λένε.
Κι όσο άκουγα ή έβλεπα κάτι που να σε θυμίζει, τόσο κολλούσα, αλλά ταυτόχρονα θύμωνα κιόλας. Ξέρεις, οι κλασικές, κλισέ φράσεις: μα είναι δυνατόν, το σύμπαν συνουσιάζεται, πόσο μικρός είναι ο κόσμος και τα συναφή.
Έτσι, θέλοντας και μη, μιλούσα για σένα στα δικά μου άτομα. Συνέχεια, κάθε μέρα. Πιανόμουν από το οτιδήποτε. Το πιο μικρό, τύπου να αναλύω στον κολλητό μου γιατί τη στιγμή που πάω να κλείσω το ραδιόφωνο παίζει το τραγούδι μας, μέχρι το πιο μεγάλο, δηλαδή πώς γίναμε έτσι, πώς φτάσαμε ως εδώ και κυρίως, γιατί φτάσαμε ως εδώ; Γιατί το κουράσαμε τόσο, που στην τελική το σιχαθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι;
Και πίστεψέ με, δεν ήθελα να μιλάω για σένα. Αρχικά, γιατί δεν ήσουν δίπλα μου, αν κάπου βρισκόσουν ήταν πρώτα στο παρελθόν κι έπειτα στο μυαλό μου. Έπειτα γιατί δεν ήθελα να αποδεχτώ πως αυτήν την περίοδο, το μόνο που με απασχολούσε στη ζωή μου ήσουν εσύ και τίποτα άλλο. Είχα σχολή, είχα φίλους, είχα οικογένεια. Δεν ήθελα στην τελική να νοιάζομαι τόσο για κάποιον που δεν υπήρξα προτεραιότητα στη ζωή του ούτε για μισή μέρα.
Προσπαθούσα λοιπόν να μη σε αναφέρω καθόλου. Κι αν κάτι γινόταν εκείνη τη στιγμή και σε θύμιζε, να το άφηνα να κάτσει στη σκέψη μου μόνο. Αν έβλεπα κάποιον στο δρόμο που να σου έμοιαζε, ακόμη και να με έπιαναν εκείνες οι ταχυπαλμίες, δε θα το έλεγα στην παρέα μου. Θα έσκυβα το κεφάλι, θα προχωρούσα και θα έκανα σαν να μη συνέβη.
Για ένα διάστημα νόμιζα πως έπιανε, αλλά έκανα λάθος. Κι αυτό γιατί έχω ένα χούι: αν ο άλλος δε γουστάρει, θέλω να έρθει και να μου το πει στα μούτρα. Το να χαθεί δε μου λέει κάτι, γιατί πάντα θα αφήνω ένα παραθυράκι «μήπως και» στο μυαλό μου. Κάπως έτσι, κατάλαβα ότι ουσιαστικά αυτό ήθελα από εσένα: να έρθεις και να μου πεις ότι δε θες πια τίποτα άλλο από εμένα, ότι είσαι αλλού.
Ένα Σάββατο λοιπόν, κι ενώ είχα βγει έξω με τα παιδιά για κρασί κι είχα κάνει λίγο κεφάλι, ήθελα να τελειώσεις για μένα. Να κλείσεις οριστικά ως κεφάλαιο απ’ τη ζωή μου, γιατί βαρέθηκα να κοιτάζω κενές σελίδες. Λέγοντας ως δικαιολογία πως είδα μια γνωστή μου, βγαίνω έξω και σε παίρνω τηλέφωνο. Δεν το σηκώνεις με την πρώτη, έλα όμως που εγώ είχα πεισμώσει και σε παίρνω και για δεύτερη φορά, όπου το σήκωσες σχεδόν αμέσως. Ίσως ούτε εσύ περίμενες πως θα σε ξαναέπαιρνα καθώς ξέρεις πόσο εγωίστρια είμαι.
Δε σου είπα πολλά, παρά μόνο αυτό που ήθελα από εσένα: την αλήθεια. Να μου πεις δηλαδή ότι για σένα έχω τελειώσει και πως είσαι πια αλλού. Κι όσο άκουγα τη φωνή σου, τόσο πιο πολύ ξενέρωνα. Γιατί προσπαθούσες να το παίξεις ήρεμος και cool, ενώ μόνο αυτά δεν ήσουν. Εκεί όμως που με ξενέρωσες πιο πολύ, ήταν στο ότι για άλλη μία φορά επέλεξες τη διπλωματία απ’ την καθαρή αλήθεια.
Ήθελες να έχεις την καβάτζα σου, βλέπεις. Και δε σε κατηγορώ τόσο γι’ αυτό, γιατί προφανώς και σου έδωσα εγώ το ανάλογο δικαίωμα. Σε κατηγορώ για το ότι ενώ σου έδινα τη μία ευκαιρία πίσω απ’ την άλλη, εσύ τις κλοτσούσες. Είχες έναν άνθρωπο απέναντί σου που όσο ντόμπρα σου φέρθηκε, άλλο τόσο αντίθετη ήταν η δική σου στάση.
Καταλήγοντας λοιπόν στο ότι δεν είχα σκοπό να σε περιμένω άλλο, επέστρεψα στην παρέα μου εκείνο το βράδυ κι ένιωθα πραγματικά σαν να γιορτάζω. Δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά αργότερα κατάλαβα. Περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες κι η καθημερινότητά μου γέμιζε ολοένα και πιο πολύ. Ίσως επειδή σταμάτησα να κάνω focus στο παρελθόν και κοιτούσα να είμαι ευτυχισμένη με όσα κι όσους έχω και κυρίως, να εκτιμώ.
Μέχρι που μια μέρα με ρώτησαν για σένα. Τι κάνεις, αν είχαμε μιλήσει, αν σε είχα δει κάπου. Ό,τι θα λέγαμε λίγους μήνες πριν. Και τότε κατάλαβα τι γιόρταζα εκείνο το βράδυ μετά απ’ το τηλεφώνημά μου.
Δεν είχα πια τίποτα άλλο να πω για σένα. Δεν είχα όρεξη να αναλύσω το πώς κατάφερες για ακόμη μία φορά να με χάσεις. Βαρέθηκα να κάνω σαν τη χαζογκόμενα που τη φτύνουν και κολλάει, γιατί στην τελική δεν είμαι έτσι. Κατάλαβα ότι δεν ήταν η ζωή άδικη, με τις συγκυρίες, την κατάσταση και την απόσταση. Εγώ ήμουν η άδικη. Στις επιλογές μου, στο πώς αντιμετώπιζα τα γεγονότα και κυρίως, άδικη απέναντι στον εαυτό μου.
Όταν κάποιος δε σε θέλει, οι περιπτώσεις είναι δύο. Στην πρώτη, στο λέει ξεκάθαρα, ίσως και λίγο απότομα. Στη δεύτερη, δε στο λέει και περιμένει απ’ τη στάση του να το καταλάβεις μόνος σου. Η δεύτερη, που είναι κι η πιο δύσκολη, ήσουν εσύ. Αν και μου ‘φαγες περισσότερο χρόνο από όσο θα ‘θελα κι από όσο περίμενα, ένα ευχαριστώ στο χρωστάω.
Γιατί χάρη σε εσένα, έμαθα πού πρέπει να ποντάρω στον έρωτα και πού όχι.