Συνέντευξη στο One και στον Μάνο Νιφλή παραχώρησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και μίλησε για όλους και για όλα. Ο πετυχημένος ερμηνευτής μίλησε για τις έντονες στιγμές της πορείας του, το ξεκίνημά του στη μουσική και την Ελένη Ράντου.
«Την είχα δει σε μία εκπομπή και λέω: Κοίτα τι ωραία που παίζει. Εγώ για να ερωτευτώ κάτι πρέπει να το θαυμάζω. Σύχναζε σε ένα μπαρ που εγώ πήγαινα με τον κιθαρίστα μου συνέχεια και την κοίταζα, δεν της είχα μιλήσει. Επειδή ντρεπόμουν έβαζα τον κιθαρίστα και έπαιρνε τηλέφωνο αυτόν που είχε το μαγαζί να δει αν ήταν εκεί. Κάποια στιγμή την πολιορκούσα αλλά δεν έπεφτε. Τελικά έπεσε», είπε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου για την Ελένη Ράντου και την γνωριμία τους.
«Δεν είχε σημασία που ήμουν μεγάλο όνομα, ακόμα μου κάνει την πιο αυστηρή κριτική πάντα. Ήμασταν δύο χρόνια μαζί και αποφασίσαμε να παντρευτούμε, έτσι απλά. Δεν έκανα πρόταση γάμου κλασικά, είπαμε να πάμε να παντρευτούμε και παντρευτήκαμε. Μετά ήρθε η Νικολέτα και τρελάθηκα πραγματικά, είχα τη δική μου κόρη», πρόσθεσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Όταν παραλίγο να… «φάει πόρτα» σε συναυλία του
Ο τραγουδιστής μεταξύ άλλων αποκάλυψε πώς παραλίγο να «φάει πόρτα» σε δική του συναυλία: «Στα Γιάννενα ήταν. Πάμε με το αυτοκίνητο, με δύο μουσικούς ακόμα μέσα, να μπούμε από την πόρτα που είχαμε βάλει τα μηχανήματα. Και είναι ο φύλακας. ‘Δεν μπαίνει κανείς’, μου λέει. ‘Ακούστε κύριε, έχω εντολή από τον κύριο Παπακωνσταντίνου προσωπικά να μην περάσει κανείς από ‘δω’. Ντρεπόμουν να του πω ότι εγώ είμαι! Πιο πέρα ήταν η πόρτα που έμπαινε ο κόσμος. Με παίρνουν χαμπάρι και τρέχουν προς το αυτοκίνητο, πολύς κόσμος. Του λέω ‘άνοιξε βρε, έρχονται’. ‘Σας είπα κύριε, έχω εντολή από τον κύριο Παπακωνσταντίνου προσωπικά’. ‘Εγώ είμαι!’. Άνοιξε και μπήκα…».
Όσον αφορά τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, είπε: «Όταν απολύθηκα από φαντάρος δεν μπορούσα να τραγουδήσω Θεοδωράκη και τέτοια. Είχα έναν φίλο από τον στρατό που ζούσε στη Γερμανία πριν τον στρατό, και μου λέει ‘πάμε ρε Βασίλη έξω, τι να κάνεις εδώ πέρα’. Δεν είχαμε λεφτά για να βγάλουμε εισιτήρια και θεώρησα καλό να πάω σε ένα μαγαζί που θα έπαιρνα και λεφτά.
Έτσι βρέθηκαν οι ‘Κάψες’, ένα μαγαζί πολύ περίεργο για μένα. Καταρχήν στην πρεμιέρα είχε ξεμείνει μέσα ένα βουνό από άμμο που κράτησε μέχρι που έφυγα από εκεί. Εκεί λοιπόν είχα μεγάλη επιτυχία. Μάλλον γιατί δεν έμοιαζα του χώρου αυτού και όλοι ήθελαν να με προστατεύσουν.
Πήγα με το ρεπερτόριό μου, αλλά τραγούδαγα και τα λαϊκά της εποχής. Μάλιστα, με είχαν συμπαθήσει τόσο πολύ γιατί στα ζεϊμπέκικα που τους έλεγα, είχαν πιει οι άνθρωποι και όπως χόρευαν τρεκλίζανε κιόλας, κι εγώ έλεγα ‘άμυνα’. Απ’ όλα τραγουδούσα. Έλεγα και το ‘Γεννήθηκες για την καταστροφή’.».