Ένα από τα πιο διάσημα έγγραφα που τα αναφέρει τιτλοφορείται EGAYDAAK, ακρωνύμιο της φράσης “Antlaşmalarla Yunanistan’a Devredilmemiş Ada, Adacık ve Kayalıklar” δηλαδή «Νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με συνθήκη». Κατά τρόπο μάλλον αστείο, ο συνολικός αριθμός τους ποικίλει ανάλογα με την εποχή και την πηγή, με το σύνολο αυτών να κυμαίνεται κάπου μεταξύ 16, 17, 25, 29, 58, 127 και 152. Τα περισσότερα από αυτά εντοπίζονται στο ανατολικό Αιγαίο, και μπορούν θεωρητικά να διακριθούν σε τρία επιμέρους σύνολα.
Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει μικρό αριθμό νησίδων κοντά και γύρω από τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στόλο το φθινόπωρο του 1912. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα κατοικημένα Αντίψαρα και οι Οινούσες, οι οποίες φιλοξενούν ένα διόλου αμελητέο αριθμό 826 κατοίκων. Στο σύμπλεγμα αυτό περιλαμβάνεται επίσης το βορειότερο από τα αμφισβητούμενα αυτά κομμάτια ξηράς, η βραχονησίδα Ζουράφα, η οποία βρίσκεται ανατολικά της Σαμοθράκης. Παρά την ελάχιστη έκτασή της, στα νερά γύρω από αυτήν έχουν έρθει αντιμέτωπα επανειλημμένα τα σκάφη του ελληνικού και του τουρκικού λιμενικού, για την προστασία ή την παρεμπόδιση, αντίστοιχα, των Ελλήνων (ντόπιων συνήθως) ψαράδων.
Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων βρίσκεται ακριβώς νοτιότερα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Σάμου και Νισύρου, ο οποίος συμπίπτει χοντρικά με το βόρειο ήμισυ των Δωδεκανήσων. Πολλά από αυτά τα νησιά είναι ακατοίκητα (Καλόλιμνος, Πλάτη, Γυαλί, Γλάρος, Λέβιθα, Σύρνα, Περγούσα, Κανδελιούσσα κ.ά.), αν και ορισμένα μεταξύ αυτών καταφέρνουν να συντηρούν μόνιμο πληθυσμό (όπως το Αγαθονήσι, οι Αρκιοί, το Φαρμακονήσι και ο Κίναρος), με σημαντικότερο τους Φούρνους (1.469 κάτοικοι). Κατά τρόπο προφητικό, η ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων το 1947 είχε ζητήσει να αναφερθούν ονομαστικά ή έστω περιγραφικά ορισμένα από αυτά, ώστε να αποτραπεί ενδεχόμενη όψιμη αμφισβήτηση από πλευράς της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, η διατύπωση της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 14 της ομώνυμης Συνθήκης (10 Φεβρουαρίου 1947) που ανέφερε γενικά ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα κατά πλήρην κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου» συμπληρώθηκε με τη φράση «τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας».[11] Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι αναφερόμενες «παρακείμενες νησίδες» είναι όσες βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία στην αρχή του πολέμου, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου 1940.
Κατά τρόπο περίεργο, η τουρκική αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο ανατολικό Αιγαίο, αλλά αφορά ακόμη και νησιά γύρω από την Κρήτη, όπως η Γαύδος και η Γαυδοπούλα, τα Παξιμάδια, η Ντία (ή Δία), το Γαϊδουρονήσι (Χρυσή), το Κουφονήσι και οι Διονυσάδες. Η διεύρυνση της τουρκικής αμφισβήτησης μέχρι και τη Γαύδο δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση, με δεδομένο ότι απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα τουρκικά παράλια (και άρα το «επιχείρημα» της γειτνίασης δεν ισχύει), ενώ δεν είχε ποτέ στην ιστορία της καταγεγραμμένο μουσουλμάνο κάτοικο. Το τουρκικό επιχείρημα για τα νησιά αυτά είναι ότι το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913) που σφράγισε το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ανέφερε ότι «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους Συμμάχους Ηγεμόνας [των βαλκανικών κρατών]», αλλά όχι και τις ανωτέρω εξαρτώμενες από αυτή νησίδες.[12] Κατά συνέπεια, τα ανωτέρω νησιά αποτελούν για την Τουρκία πρώην οθωμανικά εδάφη «που τελούν υπό ελληνική κατοχή» ή περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί.